εκχόνδρωση

εκχόνδρωση
η
1. ιατρ. φλεγμονώδες εξόγκωμα τών χόνδρων τού σώματος που προέρχεται από ερεθισμό (σε χρόνιες αρθρίτιδες)
2. τεχνολ. η προκαταρκτική μηχανουργική εργασία, κν. ξεχόνδρισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”